↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποκατάσταση οι υποκαταστάσεις
      γενική της υποκατάστασης* των υποκαταστάσεων
    αιτιατική την υποκατάσταση τις υποκαταστάσεις
     κλητική υποκατάσταση υποκαταστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποκαταστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποκατάσταση < ελληνιστική κοινή ὑποκατάστασις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική substitution[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποκατάσταση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. υποκατάστασηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)