πατροπαράδοτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατροπαράδοτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πατροπαράδοτος[1] < πατρο- + παραδίδωμι + -τος (βλέπε και παραδοτός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.tɾo.paˈɾa.ðo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τρο‐πα‐ρά‐δο‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαπατροπαράδοτος, -η, -ο
- που μας έχει παραδοθεί, κληροδοτηθεί από τους προγόνους μας, που αποτελεί παραδοσιακό γνώρισμα ενός λαού
- ⮡ η πατροπαράδοτη ελληνική φιλοξενία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πατροπαράδοτος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πατροπαράδοτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας