Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /de.mɔ.tik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
démotique démotiques

démotique (fr) αρσενικό ή θηλυκό