Ουσιαστικό

επεξεργασία

vernacular (en)

  1. η ομιλούμενη γλώσσα, η εθνική γλώσσα ενός λαού
  2. η καθομιλουμένη
  3. το ιδίωμα

  Επίθετο

επεξεργασία

vernacular (en)

  1. που αναφέρεται στην καθομιλουμένη γλώσσα
  2. λαϊκός, δημώδης