Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /va.jɑ̃ːs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vaillance vaillances

vaillance (fr) θηλυκό

  1. (λόγιο) η ανδρεία, η γενναιότητα
  2. η ανδρεία, το κουράγιο κάποιου που δεν φοβάται τη δουλειά, τις δυσκολίες ή τον πόνο, η λεβεντιά

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία