vaillant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vaillant | vaillants |
θηλυκό | vaillante | vaillantes |
vaillant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vaillant | vaillants |
θηλυκό | vaillante | vaillantes |
vaillant (fr)