αντρεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντρεία | οι | αντρείες |
γενική | της | αντρείας | των | αντρειών |
αιτιατική | την | αντρεία | τις | αντρείες |
κλητική | αντρεία | αντρείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντρεία < αντρειά με μετακίνηση τόνου < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀντρειά < ἀντρεία < αρχαία ελληνική ἀνδρεία (προφορά του ⟨ντ⟩ με [nd]) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /anˈdɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντρεί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντρεία θηλυκό
- άλλη μορφή του ανδρεία
- άλλες μορφές: αντρειά
επεξεργασία
- με αντρ- και με ανδρ- → δείτε στο ανδρεία
→ και δείτε τη λέξη άντρας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντρεία
|
επεξεργασία
- ↑ ανδρεία, αντρεία, αντρειά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.