θάρσος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
θαρσεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | θάρσος | τὰ | θάρση - θάρσεᾰ | |
γενική | τοῦ | θάρσους - θάρσεος | τῶν | θαρσῶν - θαρσέων | |
δοτική | τῷ | θάρσει - θάρσεῐ̈ | τοῖς | θάρσεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | θάρσος | τὰ | θάρση - θάρσεα | |
κλητική ὦ! | θάρσος | θάρση - θάρσεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θάρσει - θάρσεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | θαρσοῖν - θαρσέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θάρσος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθάρσος ουδέτερο
- το θάρρος
- (και άλλη μορφή): θράσος (με επιπλέον σημασία)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 412
- ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι;
- Αυτός που πήρε ο τρόμος στον ύπνο της, σου γεννά τάχα ελπίδες;
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἀγησίλαος, 11 (11.1–11.16)
- τίς δὲ συμμάχοις θάρσος παρέσχεν ὅσον Ἀγησίλαος, καίπερ ἤδη πρὸς τῷ στόματι τοῦ βίου ὤν;
- Ποίος δε ενέσπειρε εις τους συμμάχους του τόσον θάρρος όσον ο Αγησίλαος, μολονότι ευρισκόμενος ήδη προς το τέρμα της ζωής;
- Μετάφραση: Κ. Καιροφύλας Ανθολογία@greek-language.gr)
- Ποίος δε ενέσπειρε εις τους συμμάχους του τόσον θάρρος όσον ο Αγησίλαος, μολονότι ευρισκόμενος ήδη προς το τέρμα της ζωής;
- τίς δὲ συμμάχοις θάρσος παρέσχεν ὅσον Ἀγησίλαος, καίπερ ἤδη πρὸς τῷ στόματι τοῦ βίου ὤν;
Άλλες μορφές
επεξεργασία- αττικός τύπος : θάρρος, σημασία «κουράγιο»: θράσος
- αιολικός τύπος : θέρσος
Συγγενικά
επεξεργασία- θαρσαλέος, θαρραλέος
- θαρσαλεότης
- θαρσέω-θαρσῶ (και σύνθετα) και θαρρέω-θαρρῶ
- θαρσήεις
- θάρσησις
- θαρσητικός
- θαρσοποιός
- θάρσυνος
- θαρσύνω (και σύνθετα) και θαρρύνω
- θαρσύς (και σύνθετα)
- θαρσούντως
Πηγές
επεξεργασία- θάρσος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θάρσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.