θάρσος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
θαρσεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | θάρσος | τὰ | θάρση - θάρσεᾰ | |
γενική | τοῦ | θάρσους - θάρσεος | τῶν | θαρσῶν - θαρσέων | |
δοτική | τῷ | θάρσει - θάρσεῐ̈ | τοῖς | θάρσεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | θάρσος | τὰ | θάρση - θάρσεα | |
κλητική ὦ! | θάρσος | θάρση - θάρσεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θάρσει - θάρσεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | θαρσοῖν - θαρσέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θάρσος < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θάρσος ουδέτερο
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- αττικός τύπος : θάρρος, σημασία «κουράγιο»: θράσος
- αιολικός τύπος : θέρσος
Επεξεργασία
- θαρσαλέος, θαρραλέος
- θαρσαλεότης
- θαρσέω-θαρσῶ (και σύνθετα) και θαρρέω-θαρρῶ
- θαρσήεις
- θάρσησις
- θαρσητικός
- θαρσοποιός
- θάρσυνος
- θαρσύνω (και σύνθετα) και θαρρύνω
- θαρσύς (και σύνθετα)
- θαρσούντως
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «θάρσος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «θάρσος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.