θαρσαλέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαθαρσαλέος, -α, -ον (αττικός τύπος: θαρραλέος) παραθετικά: θαρσαλεώτερος, θαρσαλεώτατος
- θαρραλέος, τολμηρός
- θαρσαλέος πολεμιστής
- (με αρνητική σημασία) παράτολμος
Παράγωγα
επεξεργασία- θαρσαλέως (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θάρσος
Πηγές
επεξεργασία- θαρσαλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θαρσαλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.