Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρρησία οι παρρησίες
      γενική της παρρησίας των παρρησιών
    αιτιατική την παρρησία τις παρρησίες
     κλητική παρρησία παρρησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρρησία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρρησία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρρησία θηλυκό

  1. η έκφραση της προσωπικής γνώμης με θάρρος και ειλικρίνεια
    μίλησε με παρρησία
  2. (θρησκεία) τα ονόματα πιστών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ζωντανών ή νεκρών, τα οποία μνημονεύονται σε ακολουθίες ενός μοναστηριού, εκτός των επίσημων διπτύχων, στα οποία περιέχονται ονόματα που μνημονεύονται στην Πρόθεση κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας.[1]
    ※  Ο Γληγόρης, γιος του Τζάνου, από τη Μυτιλήνη, αφιερώνει στη μονή Καρακάλλου ένα σπίτι στο «μαχαλά» της Μητροπόλεως, [στη Μυτιλήνη], κοντά στου Χατζή Αθανάση Καμπά, της Παλογούς Καρανίκενας και Κωνσταντίνου Αβαγιανού, για τέσσερις παρρησίες (τα ονόματα: Γλήγορης, Ελενούδα, Γεώργιος και Τζάνος). (Αθωνικά Σύμμεικτα, τόμ. 1 σ. 45)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρρησί αἱ παρρησίαι
      γενική τῆς παρρησίᾱς τῶν παρρησιῶν
      δοτική τῇ παρρησί ταῖς παρρησίαις
    αιτιατική τὴν παρρησίᾱν τὰς παρρησίᾱς
     κλητική ! παρρησί παρρησίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρρησί
γεν-δοτ τοῖν  παρρησίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρρησία < (πᾶς, πᾶν) παρ- + ῥῆσ(ις) + -ία (→ δείτε ρρ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρρησία θηλυκό

  1. παρρησία, ελεύθερη έκφραση γνώμης
  2. αθυροστομία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία