afraid
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | afraid |
συγκριτικός | more afraid |
υπερθετικός | most afraid |
Επίθετο
επεξεργασίαafraid (en) (όχι πριν από το ουσιαστικό)
- που φοβάται κάτι ή να κάνει κάτι, φοβισμένος
- ⮡ I want them to be afraid of me.
- Θέλω να με φοβούνται.
- ⮡ Don’t be afraid, my love.
- Μην φοβάσαι, αγάπη μου.
- ⮡ I was afraid of waking him up.
- Φοβόμουν μην τον ξυπνήσω.
- ⮡ I was afraid to wake him up.
- Φοβόμουν να τον ξυπνήσω.
- ⮡ I want them to be afraid of me.
- που φοβάται για κάτι ή κάποιον
- ⮡ I am afraid for you.
- Φοβάμαι για σένα.
- ⮡ I am afraid for you.
- δυστυχώς, φοβάμαι, που δηλώνει ότι φοβάται πως δεν μπορεί να κάνει κάτι ή να γίνει κάτι και λυπάται γι' αυτό
- ⮡ I am afraid I can’t help you.
- Δυστυχώς/Φοβάμαι ότι δεν μπορώ να σας βοηθήσω.
- ⮡ I am afraid I can’t help you.