παραθετικά
θετικός afraid
συγκριτικός more afraid
υπερθετικός most afraid

  Επίθετο

επεξεργασία

afraid (en) (όχι πριν από το ουσιαστικό)

  1. που φοβάται κάτι ή να κάνει κάτι, φοβισμένος
    ⮡  I want them to be afraid of me.
    Θέλω να με φοβούνται.
    ⮡  Don’t be afraid, my love.
    Μην φοβάσαι, αγάπη μου.
    ⮡  I was afraid of waking him up.
    Φοβόμουν μην τον ξυπνήσω.
    ⮡  I was afraid to wake him up.
    Φοβόμουν να τον ξυπνήσω.
  2. που φοβάται για κάτι ή κάποιον
    ⮡  I am afraid for you.
    Φοβάμαι για σένα.
  3. δυστυχώς, φοβάμαι, που δηλώνει ότι φοβάται πως δεν μπορεί να κάνει κάτι ή να γίνει κάτι και λυπάται γι' αυτό
    ⮡  I am afraid I can’t help you.
    Δυστυχώς/Φοβάμαι ότι δεν μπορώ να σας βοηθήσω.