αγριεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγριεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος αγριεύω
Ρήμα
επεξεργασίααγριεύομαι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγριεύομαι | αγριευόμουν(α) | θα αγριεύομαι | να αγριεύομαι | ||
β' ενικ. | αγριεύεσαι | αγριευόσουν(α) | θα αγριεύεσαι | να αγριεύεσαι | (αγριεύου) | |
γ' ενικ. | αγριεύεται | αγριευόταν(ε) | θα αγριεύεται | να αγριεύεται | ||
α' πληθ. | αγριευόμαστε | αγριευόμαστε αγριευόμασταν |
θα αγριευόμαστε | να αγριευόμαστε | ||
β' πληθ. | αγριεύεστε | αγριευόσαστε αγριευόσασταν |
θα αγριεύεστε | να αγριεύεστε | (αγριεύεστε) | |
γ' πληθ. | αγριεύονται | αγριεύονταν αγριευόντουσαν |
θα αγριεύονται | να αγριεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγριεύτηκα | θα αγριευτώ | να αγριευτώ | αγριευτεί | ||
β' ενικ. | αγριεύτηκες | θα αγριευτείς | να αγριευτείς | αγριέψου | ||
γ' ενικ. | αγριεύτηκε | θα αγριευτεί | να αγριευτεί | |||
α' πληθ. | αγριευτήκαμε | θα αγριευτούμε | να αγριευτούμε | |||
β' πληθ. | αγριευτήκατε | θα αγριευτείτε | να αγριευτείτε | αγριευτείτε | ||
γ' πληθ. | αγριεύτηκαν αγριευτήκαν(ε) |
θα αγριευτούν(ε) | να αγριευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγριευτεί | είχα αγριευτεί | θα έχω αγριευτεί | να έχω αγριευτεί | αγριεμένος | |
β' ενικ. | έχεις αγριευτεί | είχες αγριευτεί | θα έχεις αγριευτεί | να έχεις αγριευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγριευτεί | είχε αγριευτεί | θα έχει αγριευτεί | να έχει αγριευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγριευτεί | είχαμε αγριευτεί | θα έχουμε αγριευτεί | να έχουμε αγριευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγριευτεί | είχατε αγριευτεί | θα έχετε αγριευτεί | να έχετε αγριευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγριευτεί | είχαν αγριευτεί | θα έχουν αγριευτεί | να έχουν αγριευτεί |