pétochard
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pétochard | pétochards |
θηλυκό | pétocharde | pétochardes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
pétochard (fr) αρσενικό
- (οικείο) ο φοβιτσιάρης, ο κλανιάρης
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη peureux