Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
pétoche
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Εκφράσεις
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
pétoche
<
péter
,
κλάνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
pétoche
pétoches
pétoche
(fr)
θηλυκό
(
οικείο
) ο
φόβος
Εκφράσεις
επεξεργασία
avoir la pétoche
: «
τα κλάνω
»