Ετυμολογία

επεξεργασία
pétoche < péter, κλάνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pétoche pétoches

pétoche (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία