die out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | die out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dies out |
αόριστος | died out |
παθητική μετοχή | died out |
ενεργητική μετοχή | dying out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdie out (en)
- εξαφανίζομαι, σταματώ να υπάρχω
- ⮡ How many animals have died out in the last fifty years.
- Πόσα ζώα έχουν εξαφανιστεί τα τελευταία πενήντα χρόνια;
- ⮡ How many animals have died out in the last fifty years.