firma
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | firma | firmy |
γενική | firmy | firm |
δοτική | firmie | firmom |
αιτιατική | firmę | firmy |
οργανική | firmą | firmami |
τοπική | firmie | firmach |
κλητική | firmo | firmy |
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
firma (pl) θηλυκό
- η εταιρεία, η επιχείρηση
- w tym roku podpisał umowę z firmą zagraniczną - φέτος υπέγραψε συμφωνία με μια εταιρεία του εξωτερικού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΤσεχικά (cs)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
firma (cs) θηλυκό
- η εταιρεία, η επιχείρηση
- (οικείο) η ταμπέλα με τον τίτλο επιχείρησης