livraison
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
livraison | livraisons |
Ουσιαστικό επεξεργασία
livraison (fr) θηλυκό
- η διανομή, η παράδοση εμπορευμάτων
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη livrer
ενικός | πληθυντικός |
livraison | livraisons |
livraison (fr) θηλυκό