↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισοξαπλωμένος η μισοξαπλωμένη το μισοξαπλωμένο
      γενική του μισοξαπλωμένου της μισοξαπλωμένης του μισοξαπλωμένου
    αιτιατική τον μισοξαπλωμένο τη μισοξαπλωμένη το μισοξαπλωμένο
     κλητική μισοξαπλωμένε μισοξαπλωμένη μισοξαπλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισοξαπλωμένοι οι μισοξαπλωμένες τα μισοξαπλωμένα
      γενική των μισοξαπλωμένων των μισοξαπλωμένων των μισοξαπλωμένων
    αιτιατική τους μισοξαπλωμένους τις μισοξαπλωμένες τα μισοξαπλωμένα
     κλητική μισοξαπλωμένοι μισοξαπλωμένες μισοξαπλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μισοξαπλωμένος < μισο- (< μισός) + μετοχή ξαπλωμένος

μισοξαπλωμένος, -η, -ο, μετοχή παθητικού παρακειμένου (μετοχή χωρίς ρήμα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία