μισοξαπλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μισοξαπλωμένος < μισο- (< μισός) + μετοχή ξαπλωμένος
Μετοχή
επεξεργασίαμισοξαπλωμένος, -η, -ο, μετοχή παθητικού παρακειμένου (μετοχή χωρίς ρήμα)
- που δεν είναι εντελώς ξαπλωμένος
- ※ Η θεά αποδίδεται σε κυκλικό διάχωρο, βρίσκεται σε χαλαρή στάση, μισοξαπλωμένη σε ανάκλιντρο, με ερεισίχειρο που φέρει μετάλλιο μέδουσας, ενώ το υπόλοιπο μέρος του καλύπτεται από το πλούσια πτυχωμένο ιμάτιό της.
- Γιώτα Μυρτσιώτη, «Οι Αφροδίτες της Θεσσαλονίκης», kathimerini.gr (12 Απριλίου 2019)· πρόσβαση: 2022-07-2022.
- ≈ συνώνυμα: μισωξαπλωτός
- ※ Η θεά αποδίδεται σε κυκλικό διάχωρο, βρίσκεται σε χαλαρή στάση, μισοξαπλωμένη σε ανάκλιντρο, με ερεισίχειρο που φέρει μετάλλιο μέδουσας, ενώ το υπόλοιπο μέρος του καλύπτεται από το πλούσια πτυχωμένο ιμάτιό της.
Μεταφράσεις
επεξεργασία μισοξαπλωμένος
|