διάχωρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διάχωρο | τα | διάχωρα |
γενική | του | διάχωρου | των | διάχωρων |
αιτιατική | το | διάχωρο | τα | διάχωρα |
κλητική | διάχωρο | διάχωρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάχωρο < ελληνιστική κοινή διάχωρον < διά- + αρχαία ελληνική χῶρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði̯a.xo.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : διά‐χω‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάχωρο ουδέτερο
- (λόγιο) τμήμα χώρου που διαχωρίζει από τους υπόλοιπους
- ※ Η θεά αποδίδεται σε κυκλικό διάχωρο, βρίσκεται σε χαλαρή στάση, μισοξαπλωμένη σε ανάκλιντρο, με ερεισίχειρο που φέρει μετάλλιο μέδουσας, ενώ το υπόλοιπο μέρος του καλύπτεται από το πλούσια πτυχωμένο ιμάτιό της. (www.kathimerini.gr, 12.04.2019)
Μεταφράσεις
επεξεργασία διάχωρο
|