Δείτε επίσης: allonge

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό allongé allongés
θηλυκό allongée allongées

  Επίθετο επεξεργασία

allongé (fr)

  1. επιμήκης
  2. (για καφέ) στον οποίο έχει προστεθεί λίγο νερό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη allonger