allongé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | allongé | allongés |
θηλυκό | allongée | allongées |
Επίθετο
επεξεργασίαallongé (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη allonger
Δείτε επίσης : allonge |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | allongé | allongés |
θηλυκό | allongée | allongées |
allongé (fr)