Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαπλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξαπλώνω

ξαπλώνομαι , πρτ.: ξαπλωνόμουν, στ.μέλλ.: θα ξαπλωθώ, αόρ.: ξαπλώθηκα, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος

  1. πέφτω στο κρεβάτι
    μη μου ξαπλώνεσαι, έχουμε δουλειά να κάνουμε
  2. πέφτω στο έδαφος σε οριζόντια στάση
    δέχτηκε μια γροθιά στο κεφάλι και ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία