se coucher
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαse coucher
- ξαπλώνω για να κοιμηθώ
- Je vais me coucher, je suis trop fatigué.
- Πάω να 'ξαπλώσω, είμαι πολύ κουρασμένος.
- Je vais me coucher, je suis trop fatigué.
- πέφτω στο πλάι, ξαπλώνω, τσακίζομαι
- à cause des vents forts, beaucoup de poteaux électriques se sont couchés
- λόγω των ισχυρών ανέμων, πολλές κολώνες της ΔΕΗ έπεσαν
- à cause des vents forts, beaucoup de poteaux électriques se sont couchés
- (αστρονομία) δύω, βασιλεύω
- le soleil va bientôt se coucher
- όπου νάναι, ο ήλιος θα δύσει
- le soleil va bientôt se coucher
Παροιμίες
επεξεργασία- comme on fait son lit on se couche - ο καθένας υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του