ενεστώτας fold up
γ΄ ενικό ενεστώτα folds up
αόριστος folded up
παθητική μετοχή folded up
ενεργητική μετοχή folding up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fold up < → δείτε τις λέξεις fold και up

fold up (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 241. ISBN 9780194325684. , λήμμα: διπλώνω