πτύξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπτύξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτύξις < αρχαία ελληνική πτύσσω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpti.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτύ‐ξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτύξη θηλυκό
- (λόγιο) το δίπλωμα, δίπλωση το να διπλώνεις [1]
- (λόγιο, ναυτικός όρος) το δίπλωμα ή το μάζεμα των πανιών στα ιστιοφόρα σκάφη [2]
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πτύσσω
Σύνθετα
επεξεργασία- ανάπτυξη
- περίπτυξη
- σύμπτυξη
- Όροι με πτυξη — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία λόγιος όρος για το δίπλωμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ «πτύξις» -⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .