Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτύξις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτύξις θηλυκό

  1. πτύχωση
  2. δίπλωμα, πτυχή του δέρματος, ζάρα
  3. στρατιωτικός ελιγμός

  Πηγές επεξεργασία