δίπτυχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίπτυχος | η | δίπτυχη | το | δίπτυχο |
γενική | του | δίπτυχου | της | δίπτυχης | του | δίπτυχου |
αιτιατική | τον | δίπτυχο | τη | δίπτυχη | το | δίπτυχο |
κλητική | δίπτυχε | δίπτυχη | δίπτυχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίπτυχοι | οι | δίπτυχες | τα | δίπτυχα |
γενική | των | δίπτυχων | των | δίπτυχων | των | δίπτυχων |
αιτιατική | τους | δίπτυχους | τις | δίπτυχες | τα | δίπτυχα |
κλητική | δίπτυχοι | δίπτυχες | δίπτυχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίπτυχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίπτυχος[1] Μορφολογικά αναλύεται σε δί- + πτυχ(ή) + -ος → δείτε τη λέξη πτύσσω
Επίθετο
επεξεργασίαδίπτυχος, -η, -ο
- που έχει δύο πτυχές, δύο μέρη ή δύο ενότητες
- (μεταφορικά) δύο έννοιες που ενώνονται μεταξύ τους αντίθετα ή συμπληρωματικά[1]
- ο διπλωμένος[2]
- (ουσιαστικοποιημένο) δίπτυχο
Συγγενικά
επεξεργασία- τρίπτυχος
- πολύπτυχος
- → δείτε τις λέξεις δύο και πτυχή
Μεταφράσεις
επεξεργασία δίπτυχος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 δίπτυχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ηλίας Ιω. Καμπανάς Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδίπτῠχος, -η, -ο
Πηγές
επεξεργασία- δίπτυχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίπτυχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.