δίπτυχο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίπτυχο | τα | δίπτυχα |
γενική | του | δίπτυχου & διπτύχου |
των | δίπτυχων & διπτύχων |
αιτιατική | το | δίπτυχο | τα | δίπτυχα |
κλητική | δίπτυχο | δίπτυχα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίπτυχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίπτυχος < αρχαία ελληνική δίπτυχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίπτυχο ουδέτερο
- (θρησκεία) εικόνα ζωγραφισμένη σε δύο κινητά διαφορετικά φύλλα, που διπλώνουν
- (θρησκεία) πίνακες σε δύο στήλες που αναγράφουν τα προς μνημόνευση ονόματα
- δύο έννοιες που αντιτίθενται ή / και αλληλοσυμπληρώνονται