Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίπτυχο τα δίπτυχα
      γενική του δίπτυχου
διπτύχου
των δίπτυχων
διπτύχων
    αιτιατική το δίπτυχο τα δίπτυχα
     κλητική δίπτυχο δίπτυχα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
δίπτυχο του 14ου αι. που απεικονίζει τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίπτυχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίπτυχος < αρχαία ελληνική δίπτυχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δίπτυχο ουδέτερο

  1. (θρησκεία) εικόνα ζωγραφισμένη σε δύο κινητά διαφορετικά φύλλα, που διπλώνουν
  2. (θρησκεία) πίνακες σε δύο στήλες που αναγράφουν τα προς μνημόνευση ονόματα
  3. δύο έννοιες που αντιτίθενται ή / και αλληλοσυμπληρώνονται

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία