σουράτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σουράτα | οι | σουράτες |
γενική | της | σουράτας | των | σουρατών |
αιτιατική | τη | σουράτα | τις | σουράτες |
κλητική | σουράτα | σουράτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σουράτα < (άμεσο δάνειο) αραβική سورة (sūraʰ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουράτα θηλυκό
- (ισλαμισμός) ονομασία για κάθε κεφάλαιο του Κορανιού. Κάθε σουράτα αποτελείται από στίχους