Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σουρωμένος η σουρωμένη το σουρωμένο
      γενική του σουρωμένου της σουρωμένης του σουρωμένου
    αιτιατική τον σουρωμένο τη σουρωμένη το σουρωμένο
     κλητική σουρωμένε σουρωμένη σουρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σουρωμένοι οι σουρωμένες τα σουρωμένα
      γενική των σουρωμένων των σουρωμένων των σουρωμένων
    αιτιατική τους σουρωμένους τις σουρωμένες τα σουρωμένα
     κλητική σουρωμένοι σουρωμένες σουρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουρωμένος < λείπει η ετυμολογία

  Μετοχή επεξεργασία

σουρωμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  μεθυσμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία