σκνίπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκνίπα | οι | σκνίπες |
γενική | της | σκνίπας | των | (σκνιπών) |
αιτιατική | τη | σκνίπα | τις | σκνίπες |
κλητική | σκνίπα | σκνίπες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκνίπα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκνίψ (αρσενικό) από την αιτιατική «τόν σκνῖπα» και μεταπλασμό σε θηλυκό[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈskni.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκνί‐πα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκνίπα θηλυκό
- (έντομο) κοινή ονομασία για έντομα που μοιάζουν με κουνούπι και ανήκουν σε οικογένειες δίπτερων
- ※ Κοργιοί, κουνούπια, σκνῖπες, ψύλλοι καὶ μερμήγκοι, / Νά σε τσιμποῦν φρικτὰ καὶ νά σε διαολίζουν
- (μεταφορικά) μεθυσμένος
- στη φράση: είμαι σκνίπα στο μεθύσι
Δείτε επίσης
επεξεργασία- σκνίπα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία έντομο
μεθυσμένος
→ δείτε τη λέξη μεθυσμένος |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκνίπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας