Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
moustique moustiques

moustique (fr) αρσενικό

  1. (έντομο) το κουνούπι
  2. (μεταφορικά) χαϊδευτικό για μικρό παιδί ή μικρόσωμο άνθρωπο

Συγγενικά

επεξεργασία