πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατακράτηση οι κατακρατήσεις
      γενική της κατακράτησης* των κατακρατήσεων
    αιτιατική την κατακράτηση τις κατακρατήσεις
     κλητική κατακράτηση κατακρατήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατακρατήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατακράτηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. κατακράτηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. κατακράτηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας