Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατακράτηση οι κατακρατήσεις
      γενική της κατακράτησης* των κατακρατήσεων
    αιτιατική την κατακράτηση τις κατακρατήσεις
     κλητική κατακράτηση κατακρατήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατακρατήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατακράτηση < ελληνιστική κοινή κατακράτησις < αρχαία ελληνική κατακρατέω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική détention / rétention[1] [2])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατακράτηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. κατακράτησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. κατακράτηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας