Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γενικολογία οι γενικολογίες
      γενική της γενικολογίας των γενικολογιών
    αιτιατική τη γενικολογία τις γενικολογίες
     κλητική γενικολογία γενικολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γενικολογία < γενικόλογος + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γενικολογία θηλυκό

  1. η γενική και αόριστη αναφορά σε ένα θέμα
    άσε τις γενικολογίες και πες μας συγκεκριμένα τι πρέπει να κάνουμε

  Μεταφράσεις επεξεργασία