αοριστία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αοριστία < αρχαία ελληνική ἀοριστία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αοριστία θηλυκό
- κατάσταση από την οποία απουσιάζουν ορισμένα και σαφή χαρακτηριστικά και στόχοι
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αοριστία