ντράπου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈdɾa.pu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντρά‐που
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαντράπου
- (λογοτεχνικό, ιδιωματικό) β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής αορίστου (ντράπηκα) του ντρέπομαι
- ※ —Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
Παροιμίες
επεξεργασία- ντράπου τον ένανε, ντράπου τον άλλονε, δεν έκαμα με τον άντρα μου παιδί!
Πηγές
επεξεργασία- Νίκος Σαραντάκος, «ντράπου τον ένανε...», Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, 2019.01.29. πρόσβαση:2024.06.17.