ἐντρέπομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐντρέπομαι, μέση φωνή του ρήματος ἐντρέπω
Ρήμα
επεξεργασίαἐντρέπομαι
- στρέφομαι δεξιά και αριστερά
- (με γενική προσώπου) σέβομαι κάποιον
- (με απαρέμαφατο) φροντίζω να ...
- (ελληνιστική )
- (με αιτιατική) ντρέπομαι κάποιον, δείχνω σεβασμό σε κάποιον
- ντρέπομαι, αισχύνομαι
- εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούει τῷ λόγῳ ἡμῶν διὰ τῆς ἐπιστολῆς, τοῦτον σημειοῦσθε, καὶ μὴ συναναμίγνυσθαι αὐτῷ, ἵνα ἐντραπῇ (Παύλου,Προς Θεσσαλονικείς B΄, 3.14)