Δείτε επίσης: ἀποκαλύπτομαι

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποκαλύπτομαι, π.αόρ.: αποκαλύφθηκα/-φτηκα/απεκαλύφθηγ΄πρόσωπο, μτχ.π.π.: αποκαλυμμένος, (ενεργ.: αποκαλύπτω)