αποκαλύπτομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποκαλύπτομαι, π.αόρ.: αποκαλύφθηκα/-φτηκα/απεκαλύφθηγ΄πρόσωπο, μτχ.π.π.: αποκαλυμμένος, (ενεργ.: αποκαλύπτω)
- παθητική φωνή του ρήματος αποκαλύπτω → δείτε και την κλίση
Δείτε επίσης : ἀποκαλύπτομαι |
αποκαλύπτομαι, π.αόρ.: αποκαλύφθηκα/-φτηκα/απεκαλύφθηγ΄πρόσωπο, μτχ.π.π.: αποκαλυμμένος, (ενεργ.: αποκαλύπτω)