μόνε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- μόνε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μόνε (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmo.ne/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μό‐νε
Επίρρημα επεξεργασία
μόνε
- (ιδιωματικό) μόνο, μονάχα
- ※ 19ος αιώνας Διονύσιος Σολωμός, Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα Β, 6
- Μακριά απ’ όπ’ ήτα’ αντίστροφος κι’ ακίνητος εστήθη·
Μόνε σφοδρά βροντοκοπούν τ’ αρματωμένα στήθη·
- Μακριά απ’ όπ’ ήτα’ αντίστροφος κι’ ακίνητος εστήθη·
- ※ 20ος αιώνας Κώστας Βάρναλης, «Απ’ τον άλλον κόσμο», στίχ.38, Ποιητικά @greek-language.gr
- Μα ουδέ σκαφτιάς εγίνηκα, μόνε γραφιάς «του δρόμου»!
- ※ Εγώ δεν τα ΄διωξα τα παιδιά, μόνε τούς έκαμα την παρατήρηση να μην πειράζουν τα δέντρα”. (@lexikolefkadas)
- ※ 19ος αιώνας Διονύσιος Σολωμός, Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα Β, 6
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- μόνε: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μόνε
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
μόνε
- άλλη μορφή του μόνον
Εκφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- μόνον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].