Δείτε επίσης: μονέ, Μονέ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

μόνε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μόνε (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmo.ne/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μό‐νε

  Επίρρημα επεξεργασία

μόνε

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

μόνε: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μόνε



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

μόνε

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία