μόνον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μόνον < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μόνον
Επίρρημα
επεξεργασίαμόνον
- (λόγιο, ιδιωματικό) άλλη μορφή του μόνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μόνον
→ δείτε τη λέξη μόνο |
μόνον
→ δείτε τη λέξη μόνο |