μοναχά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοναχά < μοναχός (επίθετο)
Επίρρημα επεξεργασία
μοναχά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μοναχά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μοναχό
μοναχά
μοναχά ουδέτερο