άγος
Γηγγθγβθηηηυυθηγυυυγγν
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | άγος | άγη |
γενική | άγους | αγών |
αιτιατική | άγος | άγη |
κλητική | άγος | άγη |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άγος < αρχαία ελληνική ἄγος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άγος ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές) ανοσιούργημα, μίασμα, κατάρα, οργή Θεού, αμαρτία
- Η Ελλάδα έδωσε πολλούς νεκρούς και πολλά ερείπια στον αγώνα για να απαλλαγούμε από το χιτλερικό άγος, για να απαλλαγεί η Ευρώπη από το χιτλερικό άγος. (*)
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
- δασύτονο άγος ("έργο άξιο τιμής και σεβασμού")
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άγος