δη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- δη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δή
Μόριο επεξεργασία
δη
- (αρχαιοπρεπές) και δη: και μάλιστα, και ιδιαίτερα
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δη ουδέτερο άκλιτο
- (βυζαντινή μουσική) ο τέταρτος από τους εφτά φθόγγους της βυζαντινής μουσικής κλίμακας
Μεταφράσεις επεξεργασία
δη
|