διώνυμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διώνυμος | η | διώνυμη | το | διώνυμο |
γενική | του | διώνυμου | της | διώνυμης | του | διώνυμου |
αιτιατική | τον | διώνυμο | τη | διώνυμη | το | διώνυμο |
κλητική | διώνυμε | διώνυμη | διώνυμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διώνυμοι | οι | διώνυμες | τα | διώνυμα |
γενική | των | διώνυμων | των | διώνυμων | των | διώνυμων |
αιτιατική | τους | διώνυμους | τις | διώνυμες | τα | διώνυμα |
κλητική | διώνυμοι | διώνυμες | διώνυμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διώνυμος < αρχαία ελληνική διώνυμος < δι- + ὄνυμα / ὄνομα
Επίθετο επεξεργασία
διώνυμος
- (αρχαιοπρεπές) που έχει δύο ονόματα
- (ουσιαστικοποιημένο) (μαθηματικά) διώνυμο