Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάχρυσος η διάχρυση το διάχρυσο
      γενική του διάχρυσου της διάχρυσης του διάχρυσου
    αιτιατική τον διάχρυσο τη διάχρυση το διάχρυσο
     κλητική διάχρυσε διάχρυση διάχρυσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάχρυσοι οι διάχρυσες τα διάχρυσα
      γενική των διάχρυσων των διάχρυσων των διάχρυσων
    αιτιατική τους διάχρυσους τις διάχρυσες τα διάχρυσα
     κλητική διάχρυσοι διάχρυσες διάχρυσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάχρυσος < ελληνιστική κοινή διάχρυσος < αρχαία ελληνική διά + χρυσός

  Επίθετο επεξεργασία

διάχρυσος, -η, -ο

  1. (αρχαιοπρεπές) που είναι στολισμένος με χρυσό
  2. (αρχαιοπρεπές) χρυσοΰφαντος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία