Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλεάγρα οι γαλεάγρες
      γενική της γαλεάγρας των γαλεαγρών
    αιτιατική τη γαλεάγρα τις γαλεάγρες
     κλητική γαλεάγρα γαλεάγρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλεάγρα < αρχαία ελληνική γᾰλεάγρα < αρχαία ελληνική γαλέη + ἄγρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαλεάγρα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γαλεάγρ αἱ γαλεάγραι
      γενική τῆς γαλεάγρᾱς τῶν γαλεαγρῶν
      δοτική τῇ γαλεάγρ ταῖς γαλεάγραις
    αιτιατική τὴν γαλεάγρᾱν τὰς γαλεάγρᾱς
     κλητική ! γαλεάγρ γαλεάγραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γαλεάγρ
γεν-δοτ τοῖν  γαλεάγραιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλεάγρα < γαλέη + ἄγρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαλεάγρα θηλυκό

  1. παγίδα για νυφίτσες ή άλλα ζώα
  2. (μεγάλο) κλουβί για ζώα
  3. γαλεάγρα, πιεστήριο με ειδικό κοχλιωτό μηχανισμό για την σύνθλιψη ελιών, σταφυλιών κ.λπ.

  Πηγές επεξεργασία