γαλέη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
γᾰλεα- γᾰλη- | |||||
ονομαστική | ἡ | γαλέη > γαλῆ | αἱ | γαλέαι > γαλαῖ | |
γενική | τῆς | γαλέης > γαλῆς | τῶν | γαλεῶν > γαλῶν | |
δοτική | τῇ | γαλέῃ > γαλῇ | ταῖς | γαλέαις > γαλαῖς | |
αιτιατική | τὴν | γαλέην > γαλῆν | τὰς | γαλέᾱς > γαλᾶς | |
κλητική ὦ! | γαλέη > γαλῆ | γαλέαι > γαλαῖ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαλέᾱ > γαλᾶ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | γαλέαιν > γαλαῖν | |||
1η κλίση, ομάδα 'γαλέη γαλῆ', Κατηγορία 'γαλέη' όπως «γαλέη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαλέη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαλέη θηλυκό (συνηρημένο γαλῆ)
- (θηλαστικό ζώο) ονομασία για διάφορα μικρά ζώα, όπως η εξημερωμένη νυφίτσα, το κουνάβι και η γάτα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κάττα (γάτα)
Πηγές
επεξεργασία- γαλέη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γαλέη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- «γαλῆ» ἡ «κάττα» - Liddell & Scott, Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, τόμ. 2, (Αθήνα 1901, Αθήνα: Πελεκάνος, 2006), σ. 286).