νυφίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νυφίτσα | οι | νυφίτσες |
γενική | της | νυφίτσας | — | |
αιτιατική | τη | νυφίτσα | τις | νυφίτσες |
κλητική | νυφίτσα | νυφίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νυφίτσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νυμφίτσα, υποκοριστικό του νύμφη[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /niˈfi.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νυ‐φί‐τσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
νυφίτσα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) μικρό σαρκοφάγο ζώο
- το μικρότερο σαρκοφάγο ζώο στην Ευρώπη, η νυφίτσα «Mustela nivalis Linné» μετρά 16 έως 19 cm για τα θηλυκά, 18 έως 22 εκατοστά για αρσενικά
- (μεταφορικά, μειωτικό) ύπουλος, καταχθόνιος άνθρωπος
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- νυφίτσα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
νυφίτσα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νυφίτσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας