μουστέλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουστέλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουστέλα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) η νυφίτσα
- μουστέλα η ερμίνα (υποείδος μουστέλας)
Σημειώσεις επεξεργασία
ο όρος μουστέλα είναι ευρύτερος από τον όρο ερμίνα, η ερμίνα είναι μουστέλα αλλά η κοινή νυφίτσα που είναι μουστέλα δεν είναι ερμίνα