αφικνούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφικνούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφικνοῦμαι, συνηρημένος τύπος του ἀφικνέομαι < ἀφ- + ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.fiˈknu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φι‐κνού‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
αφικνούμαι, -είσαι, στ.μέλλ.: θα αφιχθώ, αόρ.: αφίχθηκα/αφίχθη3ο ενικού (χωρίς ενεργητική φωνή)
- (αρχαιοπρεπές) φτάνω σε έναν τόπο ερχόμενος από αλλού
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε το αρχαίο ρήμα ἵκω
Σημειώσεις επεξεργασία
- Για τον τύπο αορίστου αφίχθη, δείτε ἀφικνέομαι#Σημειώσεις.