Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφίχθη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀφίχθη, 3ο πρόσωπο του αρχαιοπρεπούς αορίστου ἀφίχθην < με βάση την αρχαία ελληνική ἀφικνοῦμαι < ἀπό + ἱκνοῦμαι (και ἱκνέομαι) σημασία: «φθάνω»

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αφίχθη

  Πηγές επεξεργασία